τραχειοκήλη

τραχειοκήλη
η, Ν
ιατρ. προβολή τού βλεννογόνου τής τραχείας διά μέσου ενός ελλείμματος τού ινοχόνδρινου τοιχώματος της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tracheocele (< τραχεία + κήλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”